- ιπποδάμειος
- -α, -ο(ον) (ΑΜ ἱπποδάμειος, -α και -ος, -ον)νεοελλ.το θηλ. ως ουσ. ζωολ. ιπποδάμειαγένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας κοκκινελίδεςμσν.το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱπποδάμειοςο ιππέαςαρχ.1. η αγορά τού Πειραιά, η οποία κατασκευάστηκε από τον αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Ιππόδαμο («εἰς τὴν ἱπποδάμειον ἀγορὰν ἐλθόντες», Ξεν.)2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ἱπποδάμειαα) θυγατέρα τού βασιλιά τής Πίσας Οινόμαου, σύζυγος τού Πέλοπος και μητέρα τού Ατρέως, τού Θυέστη κ.λπ.β) σύζυγος τού Πειρίθου, που έγινε αιτία τής μάχης Λαπιθών και Κενταύρωνγ) το αληθινό όνομα τής Βρισηίδος, κατά τα Σχόλια στην Ιλιάδα3. (το ουδ. ως κύριο όν.) Ἱπποδάμειονιερό τέμενος στην Άλτη τής Ολυμπίας, αφιερωμένο στην Ιπποδάμεια, σύζυγο τού Πέλοπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόδαμος. Ως όρος τής ζωολογίας η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. hippodamie < hippo- (πρβλ. ίππο-) + -damie (πρβλ. -δάμεια < δάμνημι «δαμάζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.